αλληλοδιεισδύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αλληλοδιεισδύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αλληλοδιείσδυση
- εναλλακτικά: αλληλοδιείσδυσης