αλληλεπικαλύπτομαι
(Ανακατεύθυνση από αλληλοεπικαλύπτομαι)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλεπικαλύπτομαι < αλληλο- + επικαλύπτομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αλληλεπικαλύπτομαι
- επικαλύπτομαι από κάποιον άλλο και τον επικαλύπτω κι εγώ με τη σειρά μου