αλληλομαχαιρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλομαχαιρωμένος η αλληλομαχαιρωμένη το αλληλομαχαιρωμένο
      γενική του αλληλομαχαιρωμένου της αλληλομαχαιρωμένης του αλληλομαχαιρωμένου
    αιτιατική τον αλληλομαχαιρωμένο την αλληλομαχαιρωμένη το αλληλομαχαιρωμένο
     κλητική αλληλομαχαιρωμένε αλληλομαχαιρωμένη αλληλομαχαιρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλομαχαιρωμένοι οι αλληλομαχαιρωμένες τα αλληλομαχαιρωμένα
      γενική των αλληλομαχαιρωμένων των αλληλομαχαιρωμένων των αλληλομαχαιρωμένων
    αιτιατική τους αλληλομαχαιρωμένους τις αλληλομαχαιρωμένες τα αλληλομαχαιρωμένα
     κλητική αλληλομαχαιρωμένοι αλληλομαχαιρωμένες αλληλομαχαιρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αλληλομαχαιρωμένος





Μεταφράσεις[επεξεργασία]