Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλληλομαχαιρώνομαι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλληλομαχαιρώνομαι < αλληλο- + μαχαιρώνομαι

αλληλομαχαιρώνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]