αλληλοϋποβλεπόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αλληλοϋποβλεπόμενος
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αλληλοϋποβλέπομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοϋποβλεπόμενος
|