αλλογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλλογενής | η | αλλογενής | το | αλλογενές |
γενική | του | αλλογενούς* | της | αλλογενούς | του | αλλογενούς |
αιτιατική | τον | αλλογενή | την | αλλογενή | το | αλλογενές |
κλητική | αλλογενή(ς) | αλλογενής | αλλογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλλογενείς | οι | αλλογενείς | τα | αλλογενή |
γενική | των | αλλογενών | των | αλλογενών | των | αλλογενών |
αιτιατική | τους | αλλογενείς | τις | αλλογενείς | τα | αλλογενή |
κλητική | αλλογενείς | αλλογενείς | αλλογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλογενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλογενής, -ής, -ές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλογενής
|