Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλλοιώνομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλοιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αλλοιώνω

αλλοιώνομαι

  1. μεταβάλλεται η ουσία μου
  2. σαπίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]