αλλοστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλοστατικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- επαναρρυθμιστικός ώστε να διατηρήσει την ισορροπία
αλλοστατικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο