αλλοτριοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλοτριοφάγος < αρχαία ελληνική ἀλλοτριοφάγος < ἀλλότριος + -φάγος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλοτριοφάγος, -α, -ο
- (κυριολεκτικά) που τρώει κάτι που δεν του ανήκει
- (κατ’ επέκταση) που παίρνει στην κατοχή του ξένα πράγματα
- (ιατρική) που θέλει να φάει πράγματα που δεν τρώγονται (π.χ. πέτρες, χώμα κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλλοτριοφαγία
- αλλοτριοφαγικός
- → δείτε τις λέξεις αλλότριος και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλοτριοφάγος
|