αλλοφροσύνη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλοφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλοφροσύνη θηλυκό
- η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό, του αλλόφρονα
- ※ Σκηνές αλλοφροσύνης, χλαπαταγής και σύστριγκλου διαδραματίζονται μετά μουσικής εκεί κάθε βράδυ από 1.500 και βάλε εκστασιασμένα άτομα (Χρήστος Κυριαζής: Έζησε σαν γνήσιος Πειραιώτης, έφυγε πρίγκιπας, Πρώτο Θέμα, 17/11/2021 )
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)