αλλοφροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοφροσύνη οι αλλοφροσύνες
      γενική της αλλοφροσύνης των (αλλοφροσυνών)
    αιτιατική την αλλοφροσύνη τις αλλοφροσύνες
     κλητική αλλοφροσύνη αλλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλλοφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλλοφροσύνη θηλυκό

  • η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό, του αλλόφρονα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]