Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλλοφροσύνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοφροσύνη οι αλλοφροσύνες
      γενική της αλλοφροσύνης των (αλλοφροσυνών)
    αιτιατική την αλλοφροσύνη τις αλλοφροσύνες
     κλητική αλλοφροσύνη αλλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλοφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλλοφροσύνη θηλυκό

  • η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό, του αλλόφρονα
      Σκηνές αλλοφροσύνης, χλαπαταγής και σύστριγκλου διαδραματίζονται μετά μουσικής εκεί κάθε βράδυ από 1.500 και βάλε εκστασιασμένα άτομα (Χρήστος Κυριαζής: Έζησε σαν γνήσιος Πειραιώτης, έφυγε πρίγκιπας, Πρώτο Θέμα, 17/11/2021 )

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]