αλλούβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλλούβιο | τα | αλλούβια |
γενική | του | αλλούβιου & αλλουβίου |
των | αλλούβιων & αλλουβίων |
αιτιατική | το | αλλούβιο | τα | αλλούβια |
κλητική | αλλούβιο | αλλούβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλούβιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀλλούβιον (Ἀλλούβιον) < σημασία, όπως: (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική alluvium (πλημμύρα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈlu.vi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λού‐βι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλούβιο ουδέτερο
- (γεωλογία) υλικό (άμμος, πέτρωμα ή χώμα) προσχώσεων ή αποθέσεων φερτών υλικών από τη ροή του νερού στους ποταμούς
- για τη γεωλογική εποχή → δείτε τον όρο Αλλούβιο (ουδέτερο) ή Αλλούβια Εποχή
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- αλούβιο (απλοποιημένη ορθογραφία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αλλουβιακός / αλουβιακός
- αλλούβιος / αλούβιος
- Αλλούβιος / Αλούβιος / Αλλούβια Εποχή, θηλυκά & Αλλούβιο / Αλούβιο, ουδέτερο (γεωλογική εποχή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αλλούβιον και απλοποιημένες γραφές αλουβ- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- → δείτε τη λέξη ἀλλούβιον & λατινικά alluvium
- alluvium-alluvial@lexilogia.gr, 2010], πρόσβαση:2022.10.14
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)