αλλόδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλόδοξος < (ελληνιστική κοινή) ἀλλόδοξος (που έχει άλλη γνώμη ή άποψη)
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλόδοξος, -η, -ο
- που ενώ πιστεύει στην ίδια θρησκεία ανήκει σε διαφορετικό δόγμα