αλματωδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλματωδώς < αλματώδης + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

αλματωδώς

  1. με άλματα
  2. γρήγορα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη άλμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]