αλμπάνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλμπάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική nalbant (πεταλωτής) < περσική نعلبند (nalband) < αραβική نعل (πέταλο, naʕl) + περσική بند (band, κατασκευαστής)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /alˈba.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐μπά‐νης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλμπάνης αρσενικό (θηλυκό αλμπάνισσα)
- (παρωχημένο) ο άπειρος και αδέξιος, αυτός που δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς ως επαγγελματία
- ※ Ἕναν γιατρό ξέρανε ὅλοι, τόν γιατρό τῆς γειτονιᾶς. Αὐτόν ὅμως κανένας δέν τόν ἤθελε, γιατί αὐτόν ἀκριβῶς εἶχαν φωνάξει προηγουμένως καί τήν ἔβγαλε νεκρή τή γυναίκα. Καί μέ τήν εὐκαιρία ἔψαλαν τόν ἀναβαλλόμενο τοῦ γιατροῦ· πώς ἤτανε ἕνας ἀλμπάνης, πού δέν ἤξερε τί τοῦ γινόταν, καί πώς ἄν ἤτανε καλός δέ θά εἶχε τό ἰατρεῖο του ἐδῶ πάνω στίς φτωχογειτονιές, μά θά ἦταν κι αὐτός στήν ὁδό Τσιμισκή ἤ τό πολύ πολύ στήν Εγνατία.
- Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος, πεζογραφήματα, εκδόσεις: Κέδρος, Αθήνα: 1988, σελ. 17 @archive.org
- ≈ συνώνυμα: ατζαμής, καλαμπόρτζος, κομπογιαννίτης, σκιτζής, τσαρλατάνος
- ※ Ἕναν γιατρό ξέρανε ὅλοι, τόν γιατρό τῆς γειτονιᾶς. Αὐτόν ὅμως κανένας δέν τόν ἤθελε, γιατί αὐτόν ἀκριβῶς εἶχαν φωνάξει προηγουμένως καί τήν ἔβγαλε νεκρή τή γυναίκα. Καί μέ τήν εὐκαιρία ἔψαλαν τόν ἀναβαλλόμενο τοῦ γιατροῦ· πώς ἤτανε ἕνας ἀλμπάνης, πού δέν ἤξερε τί τοῦ γινόταν, καί πώς ἄν ἤτανε καλός δέ θά εἶχε τό ἰατρεῖο του ἐδῶ πάνω στίς φτωχογειτονιές, μά θά ἦταν κι αὐτός στήν ὁδό Τσιμισκή ἤ τό πολύ πολύ στήν Εγνατία.
- (επάγγελμα, παρωχημένο, λαϊκότροπο) πεταλωτής (και πρακτικός κτηνίατρος)
- ※ Λοιπόν, ο αλμπάνης είναι, ή αρχικά ήταν, ο πεταλωτής, […]. Το επάγγελμα είναι ξεχασμένο σήμερα, αλλά σε μια εποχή πριν από το αυτοκίνητο, όπου τα υποζύγια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, η κοινωνική ανάγκη για πεταλωτήδες ήταν πολύ μεγάλη. Ο αλμπάνης πετάλωνε τα μεγάλα ζώα, αλλά πολλοί αλμπάνηδες ασκούσαν παράλληλα και την τέχνη του σιδερά, κάτι λογικό, ενώ άλλοι έπαιζαν και ρόλο πρακτικού κτηνίατρου.
- Νίκος Σαραντάκος, «Τι δουλειά κάνει ο αλμπάνης;», ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (3 Μαΐου, 2023)· πρόσβαση: 2023-05-07.
- ※ -- ᾽Απαπά! ἔμπηξε ἕνα ἀπελπισμένο κλάμα ὁ ᾿Αρίστος ὁ ἀλμπάνης, πού ἦταν πλάι στό Λύσαντρο.
- Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Έτος αρχικής έκδοσης: 1962, σελ. 323 @archive.org
- ※ Λοιπόν, ο αλμπάνης είναι, ή αρχικά ήταν, ο πεταλωτής, […]. Το επάγγελμα είναι ξεχασμένο σήμερα, αλλά σε μια εποχή πριν από το αυτοκίνητο, όπου τα υποζύγια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, η κοινωνική ανάγκη για πεταλωτήδες ήταν πολύ μεγάλη. Ο αλμπάνης πετάλωνε τα μεγάλα ζώα, αλλά πολλοί αλμπάνηδες ασκούσαν παράλληλα και την τέχνη του σιδερά, κάτι λογικό, ενώ άλλοι έπαιζαν και ρόλο πρακτικού κτηνίατρου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άπειρος—αδέξιος
|
πεταλωτής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)