αλμπάνισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλμπάνισσα < αλμπάνης + -ισσα < τουρκική nalbant (πεταλωτής) < περσική نعلبند (nalband) < αραβική نعل (πέταλο, naʕl) + περσική بند (band, κατασκευαστής)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /alˈba.ni.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐μπά‐νισ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλμπάνισσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλμπάνισσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)