αλμπίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλμπίνα < θηλυκό του αλμπίνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλμπίνα θηλυκό
- γυναίκα που πάσχει από αλφισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλμπίνα
→ δείτε τη λέξη αλμπίνος |