αλμυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλμυρίζω < αρχαία ελληνική ἁλμυρίζω < ἅλς

Ρήμα[επεξεργασία]

αλμυρίζω

  1. είμαι αλμυρός ή κάνω κάτι αλμυρό
     αντώνυμα: ξαλμυρίζω
  2. (για ζώα) τρώω αλάτι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]