αλοΐνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλοΐνη οι αλοΐνες
      γενική της αλοΐνης των αλοϊνών
    αιτιατική την αλοΐνη τις αλοΐνες
     κλητική αλοΐνη αλοΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλοΐνη < αγγλική aloin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλοΐνη θηλυκό

  • πικρή, κίτρινη-καφέ ουσία προερχόμενη από την αλόη με καθαρτικά αποτελέσματα, απαγορευμένη από τον Μάϊο 2002 από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Food and Drug Administration - FDA) ως επικίνδυνη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]