αλογήσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλογήσιος η αλογήσια το αλογήσιο
      γενική του αλογήσιου της αλογήσιας του αλογήσιου
    αιτιατική τον αλογήσιο την αλογήσια το αλογήσιο
     κλητική αλογήσιε αλογήσια αλογήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλογήσιοι οι αλογήσιες τα αλογήσια
      γενική των αλογήσιων των αλογήσιων των αλογήσιων
    αιτιατική τους αλογήσιους τις αλογήσιες τα αλογήσια
     κλητική αλογήσιοι αλογήσιες αλογήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλογήσιος < άλογο

Επίθετο[επεξεργασία]

αλογήσιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη άλογο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]