Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλογομούρης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλογομούρης οι αλογομούρηδες
      γενική του αλογομούρη των αλογομούρηδων
    αιτιατική τον αλογομούρη τους αλογομούρηδες
     κλητική αλογομούρη αλογομούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλογομούρης < άλογο + μούρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλογομούρης αρσενικό (θηλυκό αλογομούρα)

  1. αυτός που έχει πρόσωπο που μοιάζει του αλόγου
  2. (μεταφορικά) πανάσχημος άνθρωπος
  3. (αργκό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]