αλογονωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλογονωμένος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Μορφολογικά αναλύεται σε αλογονω- (όπως αν υπήρχε *αλογονώνω, ή όπως αλογόνωση (< αλογόνο) + -μένος για τη δημιουργία μετοχής για μετάφραση λέξεων όπως η αγγλική halogenated
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.lo.ɣo.noˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λο‐γο‐νω‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αλογονωμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (χημεία) που παράγεται από άλλη χημική ένωση με την αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων υδρογόνου με ένα αλογόνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλογονωμένος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές χωρίς ρήμα (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)