αλογοσούρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλογοσούρτης < αλογοσύρτης < άλογο + σύρτης (<σύρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλογοσούρτης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλογοσούρτης
|