αλογοσύρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλογοσύρτης αρσενικό
- αυτός που κλέβει άλογα
- (κατ’ επέκταση) αυτός που κλέβει ζώα
- ο κλεπταποδόχος - διακινητής κλεμμένων ζώων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλογοσύρτης
|