Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλογο-

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλογο- < ελληνιστική κοινή ἀλογο- < ἄλογον < αρχαία ελληνική ἄλογος < ἀ- + λόγος

Πρόσφυμα

[επεξεργασία]

αλογο-

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]