αλογόκριτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλογόκριτος, -η, -ο
- που δεν έχει λογοκριθεί ή δεν μπορεί να λογοκριθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλογόκριτα
- → δείτε τις λέξεις λογοκρίνω, λόγος και κρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλογόκριτος