αλοιφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλοιφή οι αλοιφές
      γενική της αλοιφής των αλοιφών
    αιτιατική την αλοιφή τις αλοιφές
     κλητική αλοιφή αλοιφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλοιφή < αρχαία ελληνική ἀλοιφή < ἀλείφω (με ετεροίωση)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.liˈfi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλοιφή θηλυκό

  1. η παχύρρευστη ουσία που απλώνεται σε μια επιφάνεια (συχνά για θεραπευτικούς ή καλλυντικούς σκοπούς)
  2. οτιδήποτε αλείφεται
  3. (γαστρονομία), (συνήθως στον πληθυντικό) τα ορεκτικά σε παχύρρευστη μορφή όπως ταραμοσαλάτα, τζατζίκι, τυροσαλάτα, σκορδαλιά, χούμους, μελιτζανοσαλάτα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]