αλουργίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλουργίδα < αρχαία ελληνική ἁλουργίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλουργίδα θηλυκό
- η βασιλική πορφύρα των βυζαντινών χρόνων
- (μεταφορικά) είδος πανωφοριού πορφυρού χρώματος
- (κατ’ επέκταση) κάθε πορφυρόχρωμο ένδυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλουργίδα
|