αλούβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλούβιο | τα | αλούβια |
γενική | του | αλούβιου & αλουβίου |
των | αλούβιων & αλουβίων |
αιτιατική | το | αλούβιο | τα | αλούβια |
κλητική | αλούβιο | αλούβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλούβιο ουδέτερο
- απλοποιημένη γραφή του αλλούβιο