αλπακαδένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλπακαδένιος, -ια, -ιο
- (ενδυμασία) που είναι φτιαγμένος από αλπακά
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αλπακά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλπακαδένιος