αλταζιμουθιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλταζιμουθιακός η αλταζιμουθιακή το αλταζιμουθιακό
      γενική του αλταζιμουθιακού της αλταζιμουθιακής του αλταζιμουθιακού
    αιτιατική τον αλταζιμουθιακό την αλταζιμουθιακή το αλταζιμουθιακό
     κλητική αλταζιμουθιακέ αλταζιμουθιακή αλταζιμουθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλταζιμουθιακοί οι αλταζιμουθιακές τα αλταζιμουθιακά
      γενική των αλταζιμουθιακών των αλταζιμουθιακών των αλταζιμουθιακών
    αιτιατική τους αλταζιμουθιακούς τις αλταζιμουθιακές τα αλταζιμουθιακά
     κλητική αλταζιμουθιακοί αλταζιμουθιακές αλταζιμουθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλταζιμουθιακός < αγγλική altitude + azimuth + -ιακός

Επίθετο[επεξεργασία]

αλταζιμουθιακός, -ή, -ό

  1. (αστρονομία), (στρατιωτικός όρος), (ναυτικός όρος): ο σχετικός με περιστροφή καθ' ύψος (πάνω - κάτω) και κατά πλευρά (δεξιά - αριστερά)
    αλταζιμουθιακός μηχανισμός πυροβόλου ή τηλεσκοπίου, αλταζιμουθιακή σκόπευση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]