αλτρουίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλτρουίστρια < αλτρουισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.tɾuˈi.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐τρου‐ί‐στρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλτρουίστρια θηλυκό
- θηλυκό του αλτρουιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλτρουιστής