αλτσέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλτσέκι τα αλτσέκια
      γενική του αλτσεκιού των αλτσεκιών
    αιτιατική το αλτσέκι τα αλτσέκια
     κλητική αλτσέκι αλτσέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλτσέκι < τουρκική ölçek < ölçmek (μετρώ) < παλαιά τουρκική *ül(ü)ş-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλτσέκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]