αλτσέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλτσέκι | τα | αλτσέκια |
γενική | του | αλτσεκιού | των | αλτσεκιών |
αιτιατική | το | αλτσέκι | τα | αλτσέκια |
κλητική | αλτσέκι | αλτσέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλτσέκι < τουρκική ölçek < ölçmek (μετρώ) < παλαιά τουρκική *ül(ü)ş-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλτσέκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του λουτσέκι
- ※ Οι οικονομικές υποχρεώσεις προς το μοναστήρι(Μονή Σταγιάδων) ήταν 7 και 3. Δηλαδή 7 αλτσέκια έπερνε ο καλλιεργητής και 3 αλτσέκια το μοναστήρι. Το αλτσέκι ήταν σάκος που έπερνε μέσα 2 κουβέλια. Το κάθε κουβέλι έπερνε μέσα 10 οκάδες. (Σταγιάδες: Αρχειακό και οπτικο-ακουστικό υλικό ερευνών, www.academyofathens.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλτσέκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)