Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλυσέλικτρο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλυσέλικτρο τα αλυσέλικτρα
      γενική του αλυσέλικτρου των αλυσέλικτρων
    αιτιατική το αλυσέλικτρο τα αλυσέλικτρα
     κλητική αλυσέλικτρο αλυσέλικτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλυσέλικτρο < αλυσίδα + έλικτρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλυσέλικτρο ουδέτερο

  1. τύμπανο περιέλιξης αλυσίδας
  2. (ναυτικός όρος): το τύμπανο βαρούλκου άγκυρας που φέρει γλυφές στις οποίες θηλυκώνουν οι κρίκοι της καδένας της.
  3. (συνεκδοχικά): κάθε παρόμοιο τύμπανο ή ράγουλο απ΄ όπου διέρχεται ελεγχόμενα αλυσίδα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]