αλυσιδωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αλυσιδωτά < αλυσιδωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλυσιδωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλυσιδωτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλυσιδωτά
- αλυσιδωτό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού