αλυσιδωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλυσιδωτός η αλυσιδωτή το αλυσιδωτό
      γενική του αλυσιδωτού της αλυσιδωτής του αλυσιδωτού
    αιτιατική τον αλυσιδωτό την αλυσιδωτή το αλυσιδωτό
     κλητική αλυσιδωτέ αλυσιδωτή αλυσιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλυσιδωτοί οι αλυσιδωτές τα αλυσιδωτά
      γενική των αλυσιδωτών των αλυσιδωτών των αλυσιδωτών
    αιτιατική τους αλυσιδωτούς τις αλυσιδωτές τα αλυσιδωτά
     κλητική αλυσιδωτοί αλυσιδωτές αλυσιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλυσιδωτός < ελληνιστική κοινή ἁλυσιδωτός· 2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική en chaîne)

Επίθετο[επεξεργασία]

αλυσιδωτός

  1. που αποτελείται από μέρη που είναι συνδεδεμένα μαζί όπως σε μια αλυσίδα
    αλυσιδωτός θώρακας
  2. (μεταφορικά) για μια σειρά γεγονότων που γίνονται διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο
    αλυσιδωτή αντίδραση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]