αλυσιδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αλυσιδώνω < αλυσίδα + -ώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]αλυσιδώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλυσιδώνω | αλυσίδωνα | θα αλυσιδώνω | να αλυσιδώνω | αλυσιδώνοντας | |
β' ενικ. | αλυσιδώνεις | αλυσίδωνες | θα αλυσιδώνεις | να αλυσιδώνεις | αλυσίδωνε | |
γ' ενικ. | αλυσιδώνει | αλυσίδωνε | θα αλυσιδώνει | να αλυσιδώνει | ||
α' πληθ. | αλυσιδώνουμε | αλυσιδώναμε | θα αλυσιδώνουμε | να αλυσιδώνουμε | ||
β' πληθ. | αλυσιδώνετε | αλυσιδώνατε | θα αλυσιδώνετε | να αλυσιδώνετε | αλυσιδώνετε | |
γ' πληθ. | αλυσιδώνουν(ε) | αλυσίδωναν αλυσιδώναν(ε) |
θα αλυσιδώνουν(ε) | να αλυσιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλυσίδωσα | θα αλυσιδώσω | να αλυσιδώσω | αλυσιδώσει | ||
β' ενικ. | αλυσίδωσες | θα αλυσιδώσεις | να αλυσιδώσεις | αλυσίδωσε | ||
γ' ενικ. | αλυσίδωσε | θα αλυσιδώσει | να αλυσιδώσει | |||
α' πληθ. | αλυσιδώσαμε | θα αλυσιδώσουμε | να αλυσιδώσουμε | |||
β' πληθ. | αλυσιδώσατε | θα αλυσιδώσετε | να αλυσιδώσετε | αλυσιδώστε | ||
γ' πληθ. | αλυσίδωσαν αλυσιδώσαν(ε) |
θα αλυσιδώσουν(ε) | να αλυσιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλυσιδώσει | είχα αλυσιδώσει | θα έχω αλυσιδώσει | να έχω αλυσιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλυσιδώσει | είχες αλυσιδώσει | θα έχεις αλυσιδώσει | να έχεις αλυσιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλυσιδώσει | είχε αλυσιδώσει | θα έχει αλυσιδώσει | να έχει αλυσιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλυσιδώσει | είχαμε αλυσιδώσει | θα έχουμε αλυσιδώσει | να έχουμε αλυσιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλυσιδώσει | είχατε αλυσιδώσει | θα έχετε αλυσιδώσει | να έχετε αλυσιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλυσιδώσει | είχαν αλυσιδώσει | θα έχουν αλυσιδώσει | να έχουν αλυσιδώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλυσιδώνω
|