αλωνιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλωνιστής < αλωνίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλωνιστής αρσενικό (θηλυκό αλωνίστρια)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλωνιστής
|
αλωνιστής αρσενικό (θηλυκό αλωνίστρια)
|