αλόγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλόγιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αλόγιστος, -η, -ο
- που δε συμφωνεί με τη λογική
- ※ Αλόγιστος ή επικίνδυνος οδήγησις (Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972 (86/1972), Κύπρος [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλόγιστος