αλύτρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλύτρωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀλύτρωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλύτρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει λυτρωθεί, δεν έχει απελευθερωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλύτρωτος