αλώνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλώνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του αλωνίζω, ο διαχωρισμός των κόκκων των δημητριακών από τα στάχυα και από το περίβλημά του σε αλώνι