αμάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμάδα | οι | αμάδες |
γενική | της | αμάδας | των | αμάδων |
αιτιατική | την | αμάδα | τις | αμάδες |
κλητική | αμάδα | αμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈma.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμάδα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αμάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίπεδη πέτρα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. Δόμος, λήμμα αμάδα