αμάντριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάντριστος < α- + μαντρίζω + -τος < μαντρί < μεσαιωνική ελληνική μανδρίον, υποκοριστικό του μανδρα
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάντριστος
- που δεν έχει μαντριστεί, δεν έχει κλειστεί σε μαντρί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμάντριστος
|