Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμάξωμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμάξωμα τα αμαξώματα
      γενική του αμαξώματος των αμαξωμάτων
    αιτιατική το αμάξωμα τα αμαξώματα
     κλητική αμάξωμα αμαξώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμάξωμα < άμαξ(α) + -ωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική carrosserie) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈma.kso.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμάξωμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμάξωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]