αμάχητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμάχητα < αμάχητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αμάχητα

  • χωρίς να υπάρχει δυνατότητα / περιθώριο νομικής προσβολής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]