αμάχητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάχητος η αμάχητη το αμάχητο
      γενική του αμάχητου της αμάχητης του αμάχητου
    αιτιατική τον αμάχητο την αμάχητη το αμάχητο
     κλητική αμάχητε αμάχητη αμάχητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάχητοι οι αμάχητες τα αμάχητα
      γενική των αμάχητων των αμάχητων των αμάχητων
    αιτιατική τους αμάχητους τις αμάχητες τα αμάχητα
     κλητική αμάχητοι αμάχητες αμάχητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμάχητος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀμάχητος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμάχητος, -η, -ο

  1. (νομικός όρος) που δεν μπορεί να προσβληθεί νομικά
    Η υποβολή της αίτησης για παροχή υποτροφίας δηλώνει κατά αμάχητο κριτήριο ότι ο υποψήφιος αποδέχεται ανεπιφύλακτα όλους τους όρους της προκήρυξης (από προκήρυξη διαγωνισμού: ο υποψήφιος δεν θα μπορεί να ισχυριστεί αργότερα ότι δεν αποδέχτηκε όλους τους όρους)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]