αμάχητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμάχητος | η | αμάχητη | το | αμάχητο |
γενική | του | αμάχητου | της | αμάχητης | του | αμάχητου |
αιτιατική | τον | αμάχητο | την | αμάχητη | το | αμάχητο |
κλητική | αμάχητε | αμάχητη | αμάχητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμάχητοι | οι | αμάχητες | τα | αμάχητα |
γενική | των | αμάχητων | των | αμάχητων | των | αμάχητων |
αιτιατική | τους | αμάχητους | τις | αμάχητες | τα | αμάχητα |
κλητική | αμάχητοι | αμάχητες | αμάχητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάχητος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀμάχητος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάχητος, -η, -ο
- (νομικός όρος) που δεν μπορεί να προσβληθεί νομικά
- Η υποβολή της αίτησης για παροχή υποτροφίας δηλώνει κατά αμάχητο κριτήριο ότι ο υποψήφιος αποδέχεται ανεπιφύλακτα όλους τους όρους της προκήρυξης (από προκήρυξη διαγωνισμού: ο υποψήφιος δεν θα μπορεί να ισχυριστεί αργότερα ότι δεν αποδέχτηκε όλους τους όρους)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμάχητος
|