αμέθυστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμέθυστος (επίθετο) < (ελληνιστική κοινή) ἀμέθυστος < ἀ- + μεθύω
- αμέθυστος (ουσιαστικό) < (ελληνιστική κοινή) ἀμέθυστος (λίθος)
Επίθετο[επεξεργασία]
αμέθυστος, -η, -ο
- που δεν έχει μεθύσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμέθυστος αρσενικό
- είδος ημιπολύτιμου λίθου. Πρόκειται για ημιδιαφανή μοβ χαλαζία
- διακοσμ. ιώδες χρώμα βιολετί ή μοβ παραπλήσιο της λεβάντας που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση.
αμέθυστος (χρώμα): |
- αμέθυστος στη Βικιπαίδεια