αμέρωτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. αμέρωτα < αμέρωτος +
  2. αμέρωτα < α- + μέρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

αμέρωτα

  1. χωρίς να έχει ή να τον έχουν ημερώσει
  2. (ιδιωματικό) αξημέρωτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]