αμέταλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμέταλλο τα αμέταλλα
      γενική του αμέταλλου
αμετάλλου
των αμέταλλων
αμετάλλων
    αιτιατική το αμέταλλο τα αμέταλλα
     κλητική αμέταλλο αμέταλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμέταλλο < ουδέτερο του αμέταλλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμέταλλο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: αμέταλλα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]