αμέταλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμέταλλος < α- + μέταλλο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Nichtmetall)
Επίθετο[επεξεργασία]
αμέταλλος, -η, -ο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμέταλλος
|