αμέτι μουχαμέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
αμέτι μουχαμέτι
- (προφορικό) οπωσδήποτε, πεισματικά, ντε και καλά, με κάθε τρόπο
- ο μικρός Πασκάλ εκεί: το 'χε βάλει αμέτι μουχαμέτι να μάθει άλγεβρα και γεωμετρία. (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμέτι μουχαμέτι
|